- υδάτινος
- aqueux
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὑδάτινος — watery masc nom sg ὑδάτινος watery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδάτινος — η, ο / ὑδάτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» υδρόχρωμα, νερομπογιά) 2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή… … Dictionary of Greek
υδάτινος — η, ο 1. που αποτελείται από νερό: Υδάτινη σταγόνα. 2. που έχει κατασκευαστεί από νερό: Υδάτινη βαφή (υδρόχρωμα, νερομπογιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑδάτινον — ὑδάτινος watery masc acc sg ὑδάτινος watery neut nom/voc/acc sg ὑδάτινος watery masc/fem acc sg ὑδάτινος watery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατίνους — ὑδάτινος watery masc acc pl ὑδάτινος watery masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδάτινα — ὑδάτινος watery neut nom/voc/acc pl ὑδάτινος watery neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδάτινοι — ὑδάτινος watery masc nom/voc pl ὑδάτινος watery masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατίναις — ὑδάτινος watery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατίνη — ὑδάτινος watery fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατίνης — ὑδάτινος watery fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek